ἀνακίνουν

ἀνακίνουν
ἀ̱νακίνουν , ἀνακινέω
sway
imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)
ἀ̱νακίνουν , ἀνακινέω
sway
imperf ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
ἀνακινέω
sway
imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)
ἀνακινέω
sway
imperf ind act 1st sg (attic epic doric)
ἀνακί̱νουν , ἀνακινέω
sway
imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)
ἀνακί̱νουν , ἀνακινέω
sway
imperf ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀνακινοῦν — ἀνακινέω sway pres part act masc voc sg (attic epic doric) ἀνακινέω sway pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) ἀνακῑνοῦν , ἀνακινέω sway pres part act masc voc sg (attic epic doric) ἀνακῑνοῦν , ἀνακινέω sway pres part act neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαλίζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ασκαλίζω Α σκάβω νεοελλ. 1. σκάβω επιφανειακά το έδαφος, χτυπώ και αναστρέφω με ειδικό εργαλείο, τη σκαπάνη, την επιφάνεια καλλιεργημένου εδάφους 2. ανακινώ το χώμα («σκαλίζοντας η κότα βγάζει τα μάτια της» λέγεται για εκείνους… …   Dictionary of Greek

  • πικροδάφνη ή ροδοδάφνη — (Νήριο το oλέαντρο). Φυτό της οικογένειας των αποκυνιδών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται συχνά ως καλλωπιστικό. Έχει μορφή θάμνου ή δενδρύλλιου και συναντάται αυτοφυές στις παραμεσόγειες περιοχές. Στην Ελλάδα είναι πάρα πολύ κοινή και ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”